- υψήνωρ
- -ορος, ὁ, ἡ, ΜΑμτφ. αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τούς ανυψώνει το ηθικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. μεγαλ-ήνωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ὑψήνωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψήνωρ — raising masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑψήνορα — Ὑψήνωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψήνορα — ὑψήνωρ raising masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑψήνορες — Ὑψήνωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψήνορες — ὑψήνωρ raising masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑψήνορι — Ὑψήνωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψήνορι — ὑψήνωρ raising masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑψήνορος — Ὑψήνωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψήνορος — ὑψήνωρ raising masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)